κακόνομος

κακόνομος
η, -ο (Α κακόνομος, -ον)
αυτός που διοικείται με κακούς νόμους, κακοδιοίκητος, κακοκυβέρνητος («κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -νόμος (< νόμος), πρβλ. αυτό-νομος, χρυσό-νομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακονομώτατοι — κακόνομος with bad laws masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακονομώτατος — κακόνομος with bad laws masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • κακονομία — η (Α κακονομία) [κακόνομος] κακό σύστημα νόμων και διακυβερνήσεως, κακή, φατριαστική διοίκηση …   Dictionary of Greek

  • κακονομούμαι — (Α κακονομοῡμαι, έομαι) [κακόνομος] κυβερνιέμαι με κακό σύστημα νόμων, κακοδιοικούμαι, κακοκυβερνιέμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”