- κακόνομος
- η, -ο (Α κακόνομος, -ον)αυτός που διοικείται με κακούς νόμους, κακοδιοίκητος, κακοκυβέρνητος («κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -νόμος (< νόμος), πρβλ. αυτό-νομος, χρυσό-νομος].
Dictionary of Greek. 2013.